- θαλερός
- -ή, -ό και -ά, -ό (AM θαλερός, -ά, -όν)1. αυτός που θάλλει, ο ανθηρός («θαλερό φυτό»)2. ο γεμάτος ζωντάνια, ο ζωηρός, ο ακμαίος (α. «θαλερά γηρατειά» β. «θαλερός πόσις εὔχομαι εἶναι», Ομ. Ιλ.)μσν.νεαρόςαρχ.1. γενναίος, ρωμαλέος2. πυκνός, άφθονος («θαλερόν δάκρυ», Ομ. Ιλ.)3. καλοδιάθετος, φιλικός («θαλερώτερον πνεῦμα», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *θαλύς (< θ. θαλ- τού θάλλω) + κατάλ. -ερόςπρβλ. γλυκύς-γλυκερός].
Dictionary of Greek. 2013.